συναρρωστώ

συναρρωστώ
-έω, Α
1. αρρωσταίνω ή είμαι άρρωστος ταυτόχρονα με άλλον
2. μτφ. υποφέρω ψυχικά μαζί με άλλον, συμπάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρρωστῶ «αρρωσταίνω» (< ἄρρωστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”